- σπηλαιοπαλαιοντολογία
- η, Νκλάδος τής σπηλαιολογίας που μελετά τα απολιθώματα ζωικών ή φυτικών μορφών μέσα στα σπήλαια.[ΕΤΥΜΟΛ. < σπήλαιο + παλαιοντολογία].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σπηλαιοπαλαιοντολογία — η κλάδος της παλαιοντολογίας που ασχολείται με τη μελέτη των απολιθωμάτων που βρίσκονται στα σπήλαια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σπηλαιολογία — Επιστήμη που εξετάζει καθετί σχετικό με τα σπήλαια: τη γένεσή τους, το σχήμα τους, τους σχηματισμούς των πετρωμάτων μέσα στα οποία δημιουργούνται το υδρογραφικό δίκτυο που μπορεί να επηρεάζουν, τις επιπτώσεις στην επιφανειακή μορφολογία… … Dictionary of Greek